Αϊδίνι

Αϊδίνι
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 498 κάτ.) του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Αγχιάλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ιωαννίδης, Ευάγγελος — (Αϊδίνι 1868 – Αθήνα 1942).Ζωγράφος. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά σύντομα το εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στο Μόναχο. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, συνέχισε τις σπουδές του για τρία χρόνια κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα. Εργάστηκε στη …   Dictionary of Greek

  • Καβαφάκης — Επώνυμο δύο αδελφών δημοσιογράφων. 1. Ανδρέας (Αϊδίνι Μικράς Ασίας 1870 – 1922). Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και αργότερα στο Παρίσι. Άρχισε τη δημοσιογραφική του καριέρα στο Κάιρο, όπου συνεργάστηκε με τις ελληνικές εφημερίδες Φως και …   Dictionary of Greek

  • Tsakonian language — language name=Tsakonian nativename=Τσακωνικά Tsakōniká familycolor=Indo European states=Greece region=Eastern Peloponnese around Mount Parnon speakers=300 2,000 fluent fam2=Greek fam3=Doric iso2=ine|iso3=tsdTsakonian, Tzakonian or Tsakonic (Greek …   Wikipedia

  • κάρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… …   Dictionary of Greek

  • καρία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… …   Dictionary of Greek

  • καριά — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόστομος — I Όνομα κορυφαίων Ελλήνων ιερωμένων. 1. X. B’ Χατζησταύρου (1878 – 1968). Θεολόγος και παιδαγωγός, αρχιεπίσκοπος της Αθήνας και της Ελλάδας (1962 68). Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και παιδαγωγική… …   Dictionary of Greek

  • Σεικίλος — Έλληνας ποιητής, που έζησε στους ρωμαϊκούς χρόνους. Σε ανασκαφές που έγιναν στις Τράλλεις (το σημερινό Αϊδίνι) βρέθηκε στην επιτύμβια πλάκα του τάφου του ένα ποίημά του σε ανακρεόντειο μέτρο. Πάνω από το κείμενο του ποιήματος του είναι σημειωμένη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”